- οψωνητικός
- ὀψωνητικός, -ή, -όν (Α) [οψωνητής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά όψων, ιδίως ψαριών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀψωνητικῇ — ὀψωνητικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνητική — ὀψωνητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνητικήν — ὀψωνητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)